Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού

Στόχοι, αναγκαιότητες και περιορισμοί τής ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές

Πολλοί πιστεύουν ότι η έξοδος στις αγορές είναι αντιπαραγωγική, διότι θα αυξήσει έστω και οριακά το κόστος δανεισμού τού κράτους, χωρίς να διασφαλίζει την μόνιμη απεξάρτηση από τους σημερινούς διακρατικούς δανειστές, στην στήριξη των οποίων η χώρα θα είναι αναγκασμένη να προσφύγει στην πρώτη δυσκολία. Επί πλέον, η κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών από ένα τρίτο πακέτο επίσημης βοήθειας έχει το πλεονέκτημα να μετατρέπει τις μεταρρυθμίσεις σε διεθνείς δεσμεύσεις τής χώρας, και συνεπώς να κρατά ζωντανή την μεταρρυθμιστική προσπάθεια, για την οποία δεν υπάρχει επαρκής εγχώρια υποστήριξη, αφού οι έντονες αντιδράσεις των θιγομένων ομάδων και η γενική κόπωση των πολιτών από τις βίαιες προσαρμογές έχουν εξαντλήσει τα αποθέματα πολιτικής βιωσιμότητας ενός αυτοφυούς μεταρρυθμιστικού προγράμματος.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να επιδιώκει ένα τρίτο πακέτο χρηματοδοτική βοήθειας. Το «τέλος τού Μνημονίου» και η προσφυγή στις αγορές ενέχει, από την σκοπιά της, τεράστια συμβολική αξία και δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί χωρίς σοβαρό πολιτικό κόστος. Σε συνδυασμό με τις νέες συνθήκες αποκλιμάκωσης των επιτοκίων τού δημοσίου χρέους διεθνώς, η πολιτική αυτή έχει ισχυρές πιθανότητες πρακτικής υλοποίησης, όπως πιστοποιεί η ταχεία συρρίκνωση των ελληνικών spreads. Δημιουργεί δε την ελπίδα ότι η επιτυχής άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, έστω και για περιορισμένα ποσά, θα ανοίξει έναν ευρύτερο «ενάρετο κύκλο» για την ελληνική οικονομία στο χρηματοοικονομικό επίπεδο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των μεγαλύτερων μονάδων του ιδιωτικού τομέα στην διεθνή τραπεζική ρευστότητα, αλλά και να ενισχυθεί το διεθνές ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα.

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ

Εν τέλει, το πραγματικό πολιτικό περιθώριο κινήσεων της ελληνικής κυβέρνησης προσδιορίζει την οικονομική και διαπραγματευτική της συμπεριφορά και την εν γένει στάση της ως προς τα προαπαιτούμενα του Μνημονίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να διαπραγματεύεται σκληρά για ζητήματα που δεν είναι βασικά, ούτε εξυπηρετούν τους μακροπρόθεσμους αναπτυξιακούς στόχους τής χώρας, διασφαλίζουν όμως ένα minimum πολιτικής ανοχής για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Όπως ήδη επισημάνθηκε, όσο οι ανάγκες ατομικής εκλογικής επιβίωσης των κοινοβουλευτικών υποστηρικτών τής κυβέρνησης συμπλέκονται με τα αιτήματα κρίσιμων ομάδων πιέσεως, από τους δικαστικούς και τους ένστολους έως τους αγρότες, ενώ στο δημόσιο λόγο κυριαρχεί η απαξιωτική για τους εταίρους ρητορική, τόσο το πεδίο των «κόκκινων γραμμών» διευρύνεται και το περιεχόμενό τους τείνει να υποβαθμίζεται σε παλαιάς κοπής μικροπολιτικές αναδιανεμητικού χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαία από την άποψη αυτή η επιμονή τής ελληνικής πλευράς σε διανομή μεγάλου μέρους τού πρωτογενούς πλεονάσματος σε εφ’ άπαξ «κοινωνικές» παροχές, παρ’ ότι μια θεωρητικώς καλύτερη προσέγγιση θα αξιοποιούσε το πλεόνασμα για την κάλυψη τμήματος των τρεχουσών αναγκών χρηματοδότησης ή για την επιστροφή «μερίσματος» (παραδείγματος χάριν, με την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης) στους φορολογουμένους, που το δημιούργησαν με τόσες θυσίες το 2013 και θα πρέπει να συνεχίσουν να το κάνουν και στο μέλλον.

Από την άλλη πλευρά, όπως απέδειξε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα, δεν είναι αυταπόδεικτη η δυνατότητα της ελληνικής πλευράς να εμμένει στις «κόκκινες γραμμές» της. Λόγω της εξαιρετικά ευάλωτης θέσης τής οικονομίας μας, οι ισχυροί κλυδωνισμοί και οι κάθετες συγκρούσεις με τους εταίρους μας καθίστανται εξαιρετικά ριψοκίνδυνοι. Σε οποιαδήποτε δε περίπτωση, θα υπονόμευαν την πολιτική αξιοπιστία του κυβερνητικού προγράμματος και θα ενίσχυαν τις αιτιάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι, συνεπώς, αμφίβολο, πόση «αποτρεπτική δύναμη» έχει στις διαπραγματεύσεις η ελληνική πλευρά. Εάν η συμφωνία είναι γι’ αυτήν μονόδρομος, τότε ασφαλώς η τελευταία λέξη ανήκει στους συνομιλητές της.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΤΡΟΪΚΑΣ

Από την πλευρά τής Τρόικας, οι τελικές στοχεύσεις είναι ασφαλώς διαφορετικές και η προοπτική τής εξόδου από το Μνημόνιο είναι λογικό να μην ενθουσιάζει. Τα μέλη τής Τρόικας προφανώς θα επιθυμούσαν να διατηρήσουν ακόμη και μετά την υποτιθέμενη λήξη τού παρόντος προγράμματος τη δυνατότητα ελέγχου τής ελληνικής κυβερνητικής συμπεριφοράς. Και μάλιστα, τόσο σε γενικό μακροοικονομικό επίπεδο, όσο και ως προς τα επί μέρους πεδία άσκησης της δημόσιας πολιτικής και την καθημερινή άσκηση της δημόσιας πολιτικής. Συνεπώς, δεν βιάζονται να εκταμιεύσουν ό,τι υπολείπεται από το δανειακό πακέτο, ούτε επιθυμούν αυτό να είναι το τελευταίο. Αντιθέτως, θα προτιμούσαν οι χρηματοδοτικές ανάγκες τής Ελλάδας να καλυφθούν από τρίτο πακέτο, μικρής σχετικά κλίμακας, που όμως να θεσμοθετεί επί μακρόν τον ρόλο των ελεγκτών.

Περαιτέρω, τα μέλη τής Τρόικας συγκλίνουν στην επιθυμία τους για όσο το δυνατόν αυστηρότερη εφαρμογή των συμπεφωνημένων. Αυτή τους η επιθυμία αντανακλά εσωτερικές γραφειοκρατικές προτιμήσεις. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, έχει και πρακτικούς λόγους. Αφορά, δηλαδή, την ανάγκη πειθαρχίας κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Από την πλευρά των δανειστών, είναι απαραίτητο να μην διαθέτει η δανειολήπτρια χώρα την πρωτοβουλία κινήσεων, επιλέγοντας ποια τμήματα του προγράμματος θα εφαρμόσει και ποια θα εγκαταλείψει, ή έχοντας την δυνατότητα να θέτει ζητήματα προς αναδιαπραγμάτευση. Αυτό ισχύει, ασχέτως του πόσο ορθές ή προβληματικές αποδεικνύονται πλέον οι αρχικές επιλογές.