Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας

-Η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι πάντοτε μια εξωγενής παράμετρος του οικονομικού συστήματος, διότι η πολιτική εξουσία δεν έχει πάντοτε την δυνατότητα να την χρησιμοποιήσει σαν εργαλείο επέμβασης στην οικονομική συγκυρία. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει η εθνική οικονομία να διαθέτει «δημοσιονομικό περιθώριο» (fiscal space), δηλαδή την δυνατότητα να δανείζεται ή να αυξομειώνει τους φόρους, κάτι που δεν είναι δυνατόν παρά μόνο εάν στις προηγηθείσες οικονομικές φάσεις η κυβέρνηση δεν έχει κάνει κατάχρηση του εργαλείου της δημοσιονομικής πολιτικής. Από την άποψη αυτή, μόνο μια κλασική κεϋνσιανή πολιτική σε μακροχρόνια βάση είναι ικανή να προσφέρει το απαιτούμενο «περιθώριο». Φυσικά, μιλάμε για την αυθεντική κεϋνσιανή πολιτική και όχι το ιδεολόγημα που φέρει το όνομά της και καταφέρεται, μονίμως, κατά της λιτότητας! Όπως είναι γνωστό η κεϋνσιανή πολιτική προτείνει, μεν, σε περιόδους κάμψεως την δημοσιονομική επέκταση ως εργαλείο πολιτικής, πλην όμως σε περιόδους επεκτάσεως και υπερθερμάνσεως της οικονομίας προτείνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την δημοσιονομική συστολή (άρα, μαζί με τον περιορισμό των ελλειμμάτων και τον περιορισμό τού χρέους). Από την άποψη αυτή, μια καλώς συγκερασμένη κεϋνσιανή πολιτική θα ήταν σε θέση να διατηρήσει ένα δημοσιονομικό «περιθώριο» ώστε να παραμένει η δημοσιονομική επέκταση ως δυνητικό εργαλείο παρέμβασης στην οικονομική συγκυρία. Δυστυχώς κάτι παρόμοιο δεν συνέβη στην Ελλάδα, όπου η χρεοκοπία προέκυψε λόγω του γεγονότος ότι ο κεϋνσιανισμός εξελήφθη ως «αναπτυξιακή θεωρία» και τα δημοσιονομικά ελλείμματα διαδέχονταν αδιάπτωτα το ένα το άλλο, ασχέτως του επιπέδου απασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών της οικονομίας.

-Ακόμη και αν η δημοσιονομική πολιτική παραμένει εξωγενής παράμετρος, δηλαδή ακόμη και αν η κυβέρνηση διαθέτει την δυνατότητα δημοσιονομικής επέκτασης, αυτό δεν σημαίνει ότι η χρησιμότητά της ως εργαλείου παρέμβασης στην συγκυρία είναι απεριόριστη. Εάν η κάμψη τής οικονομικής δραστηριότητας προέρχεται από διαρθρωτικές αρρυθμίες, που έχουν σχέση είτε με αδιέξοδες επενδύσεις (malinvestments) είτε από εξελίξεις στο σύστημα των σχετικών τιμών οι οποίες έχουν απομειώσει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τότε οι «βαθμοί ελευθερίας» μοιραία περιορίζονται από την ανάγκη συγκερασμών και παράπλευρων ρυθμίσεων, όπως η αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ακόμη και τότε, όμως, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το επίπεδο πλήρους απασχόλησης θα αποκατασταθεί. Ενδεχομένως, δε, η αύξηση της απασχόλησης που θα επιτευχθεί να μην είναι αριστοποιητική από μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή άποψη εφ’ όσον θα επιτρέπει, με τεχνητό τρόπο, την προσωρινή διαιώνιση δραστηριοτήτων εκτός τού μακροχρόνιου σημείου ισορροπίας τής οικονομίας [11]. Αυτό, -σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι όταν δανείζεσαι για να χρηματοδοτήσεις δραστηριότητες που δεν είναι αναπτυξιακά βέλτιστες, η αποπληρωμή των δανεικών δεν είναι απολύτως εξασφαλισμένη-, σημαίνει ότι ωθείς την οικονομία να παραμείνει εκτός τής «άριστης ατραπού» τής μακροχρόνιας αναπτυξιακής σταθερότητας.

-Εάν η οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, αυτά δεν είναι δυνατόν να θεραπευθούν από την δημοσιονομική (ή και την νομισματική) πολιτική, δηλαδή με απλή τόνωση της ζήτησης. Όταν, δηλαδή, η οικονομία λειτουργεί εκτός τού μεσομακροχρόνιου σημείου ισορροπίας της είτε διότι οι αμοιβές των παραγωγικών συντελεστών δεν αντιστοιχούν στις παραγωγική συμβολή τους είτε διότι οι σχέσεις των «διεθνώς εμπορευσίμων» με τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» δεν είναι εκείνη που αντιστοιχεί στο επίπεδο της μέσης παραγωγικότητας, η δημοσιονομική πολιτική μόνο εμμέσως μπορεί να είναι χρήσιμη. Τα διαρθρωτικά προβλήματα απαιτούν διαρθρωτικές λύσεις, κάτι που ουσιαστικά σημαίνει κλαδικές ανακατατάξεις (στην οικονομία) και κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αυτό επιτυγχάνεται, επιτρέποντας και την παράλληλη επίτευξη ενός ανώτερου επίπεδου κοινωνικής ευπραγίας, μόνο μέσω μιας πολυμέτωπης στρατηγικής, ο χρονικός ορίζοντας της οποίας ξεπερνάει την οικονομική συγκυρία. Ελλείψει, όμως, μιας παρόμοιας στρατηγικής, το πιο πιθανό που μπορεί να επιφέρει η κρίση με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της, είναι μια υποβάθμιση της θέσης τής χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και μια σταδιακή κοινωνική παρακμή.

-Σε ακραίες περιπτώσεις χρεοκοπίας, όπως η παρούσα τής Ελλάδας, η δημοσιονομική πολιτική είναι μια καθαρά ενδογενής μεταβλητή τής οικονομίας, αφ’ ενός μεν διότι δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί αυτόνομα (η χώρα όχι μόνο δεν είναι σε θέση πλέον να δανεισθεί αλλά και πρέπει, πρωτίστως, να ικανοποιήσει τους πιστωτές της) αφ’ ετέρου δε διότι τα μεγέθη της -ελλείμματα ή πλεονάσματα- προκύπτουν εν πολλοίς από τις εξελίξεις στους υπόλοιπους τομείς τής οικονομίας και από τον βαθμό στον οποίον είναι δυνατόν να υπερβούν την κρίση τους ή όχι. Ως εκ τούτου, σε ακραίες περιπτώσεις όπως αυτή, δεν τίθεται καν θέμα επιλογής μεταξύ «λιτότητας», (δηλαδή δημοσιονομικής αυστηρότητας), και «ανάπτυξης» (!), (δηλαδή δημοσιονομικής επέκτασης). Η υιοθέτηση της πρώτης δεν είναι επιλογή, είναι αναπόφευκτη αναγκαιότητα [12].