Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας

Φυσικά, η Ελλάδα ζούσε παραβιάζοντας τους όρους αναπτυξιακής ισορροπίας τουλάχιστον από το 1960. Πλην όμως, πότε οι υπάρχουσες ασφαλιστικές δικλείδες τού εθνικού νομίσματος, πότε διάφορες θετικές εξωτερικές περιστάσεις, βοήθησαν να κρατηθεί, τουλάχιστον ως την είσοδο στην ευρωζώνη, μακριά από την καταστροφή. Στην περίοδο 2000-2009, όμως, η παραβίαση -ή μάλλον ο βιασμός- των όρων ισορροπίας ήταν τεραστίων διαστάσεων, και η δυσμενής κατάληξη αναπόφευκτη [9]. Ως συνέπεια των τελείως ακατάλληλων πολιτικών στο δημοσιονομικό και στο νομισματικό επίπεδο, και της «υπερτίμησης» της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η κρίσιμη σχέση «διεθνώς εμπορευσίμων»-«διεθνώς μη εμπορευσίμων» εκτροχιάσθηκε πλήρως. Η «υπερβάλλουσα ζήτηση» (δηλαδή η ανεξέλεγκτη «τόνωση της ενεργού ζητήσεως»), εκτόξευσε στα ύψη τις τιμές τής δεύτερης κατηγορίας, η οποία διογκώθηκε στην ελληνική οικονομία σε ακραίο βαθμό, ενώ αντίθετα τα «διεθνώς εμπορεύσιμα» συνέχισαν να συρρικνώνονται όσον αφορά την εγχώριο παραγωγή, και να πληθαίνουν όσον αφορά την εισαγωγή τους, εξακοντίζοντας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και μαζί του και το εξωτερικό χρέος, σε δυσθεώρητα ύψη [10]. Παρουσιάστηκε το μοναδικό, ίσως, παγκοσμίως, φαινόμενο να εξειδικευτεί μια εθνική οικονομία στην κατανάλωση εισαγομένων με χρηματοδότηση από δανεικά. Και με βάση αυτό να θεωρεί ότι «αναπτύσσεται» και ότι «συγκλίνει» με τα επίπεδα εισοδήματος της ευρωζώνης(!), πεποίθηση που δεν έχει ακόμη διαγραφεί από την σκέψη της μεγάλης πλειοψηφίας των κάθε είδους περί τα οικονομικά δημοσιολογούντων, δεδομένου πως είτε θεωρούν ότι η «ύφεση» που έφερε το Μνημόνιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με μια πιο «ήπια πολιτική» είτε πως η περίοδος της πενίας τελειώνει πλέον και η χώρα θα γυρίσει σύντομα στο επίπεδο ΑΕΠ των 230 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχε «πετύχει» το 2008. Μόνο που δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ΑΕΠ αυτό δεν αντιστοιχούσε στην παραγωγική της δυνατότητα, δηλαδή στο δυναμικό του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», αλλά στην τότε δανειοληπτική ικανότητά της, μέσα στον παραισθητικό παροξυσμό τής εποχής, που απλά διόγκωνε προσωρινά τα εισοδήματα και τις λογιστικές τιμές των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Αυτή, όμως, η κατηγορία εμπορευμάτων, στην πραγματικότητα, δεν αντλεί την πραγματική της αξία από τίποτε άλλο παρά μόνο από την παραγωγική ικανότητα της χώρας, στην οποία παραγωγική ικανότητα πολύ λίγο, και μόνο εμμέσως συμμετέχει. Το πραγματικό δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα σημερινά 180 δισεκατομμύρια, παρά στα 230 του 2009. Η «ανάπτυξη» που παρατηρήθηκε στην περίοδο 2000-2009 στην Ελλάδα στηριγμένη στην «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» ήταν απλώς μια οφθαλμαπάτη, μια ψευδαίσθηση στην οποία, όμως, πολλοί συνεχίζουν να ζουν ακόμη και σήμερα. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν υπήρξε ανάπτυξη αλλά εκείνο που υπήρξε ήταν καταστροφή κοινωνικού πλούτου και παραγωγικού δυναμικού.

ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η αιτία τής «αποτυχίας» τής Ελλάδας στην οικονομική της πορεία, συνεπώς, ιδιαίτερα από την είσοδο στην ευρωζώνη και στην συνέχεια, εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν ακολουθήθηκε το «μονοπάτι της αναπτυξιακής ευστάθειας», το οποίο χαρακτηρίζεται από το ότι πρώτα βελτιώνονται η παραγωγικότητα, και τα εισοδήματα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και μόνο στην συνέχεια, μέσω των λειτουργιών τής αγοράς, και ιδιαίτερα του μηχανισμού τής «εξίσωσης των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής», ο πλούτος που αυτό έχει δημιουργήσει, μεταφέρεται, μέσω της αλλαγής των σχετικών τιμών που καθιστούν τα «διεθνώς μη εμπορεύσιμα» ακριβότερα, και στους υπόλοιπους κλάδους τής οικονομίας.

Αυτό, όμως, που συνέβη στην Ελλάδα ήταν διαφορετικό, εμβαλωματικό και ανώμαλο: Η παραγωγικότητα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» δεν βελτιώθηκε, (παρά μόνο ελάχιστα, και σε κάθε περίπτωση λιγότερο από την αδικαιολόγητη αύξηση των αμοιβών, η οποία οδήγησε σε τραγική κάμψη τής διεθνούς ανταγωνιστικότητάς του). Εν τούτοις, οι σχετικές τιμές των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αυξήθηκαν αυτοτελώς, λόγω της εισόδου στην οικονομία αυξημένων χρηματικών ροών και της υπερβάλλουσας ζήτησης που προκάλεσαν. Δημιουργήθηκε μια ανισόρροπη οικονομία όπου η παραγωγική βάση ήταν ισχνότατη και η παραγωγική υπερδομή υπερμεγέθης, και υπέρβαρη. Τελείως φυσιολογικά, μόλις ήρθε η αναπόφευκτη διακοπή τής εισροής των πόρων και τα δανεικά αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, η παράταιρη αυτή οικονομία κατέρρευσε -όπως και ήταν φυσικό. Κυρίως δε κατέρρευσε η κακοήθης υπερπλασία των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» που δεν αντιστοιχούσε ουδόλως στην παραγωγική βάση τής οικονομίας, και έτσι εξηγείται το παράδοξο της συντριπτικής διαφοράς στην ανεργία μεταξύ 2001 και 2013 ενώ η «ενεργός ζήτηση» είναι ουσιαστικά η ίδια. Στο μεσολαβήσαν διάστημα, μεγάλο μέρος τού εργατικού δυναμικού είχε μεταφερθεί στον («εντάσεως εργασίας») τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και ειδικά στο μέρος του εκείνο που δημιουργήθηκε και επιβίωνε μέσω της «μόχλευσης» των δανεικών.

Σχεδόν σε όλες τις ερμηνείες για την ελληνική οικονομική κρίση, ως αίτια της παρουσιάζονται αφ’ ενός μεν η κρίση χρέους, αφ’ ετέρου δε η κρίση τής ανταγωνιστικότητας, τα οποία, εν τούτοις, στις περισσότερες περιπτώσεις εκλαμβάνονται ως δύο διαφορετικά φαινόμενα, παράλληλα μεν αλλά λειτουργικά ασυσχέτιστα μεταξύ τους. Εάν τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, όμως, είναι σωστά, τότε στην πραγματικότητα, τα δύο αυτά φαινόμενα όχι μόνο δεν είναι ασυσχέτιστα αλλά συνδέονται με μια πολύ ισχυρή σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ τους: Τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, δημιουργώντας «υπερβάλλουσα ζήτηση», διόγκωσαν τον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και συνέθλιψαν, στην κυριολεξία, τον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», καταρρακώνοντας έτσι και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την βασική προϋπόθεση της ανάπτυξής της. Συνεπώς, και δεδομένου ότι η αλήθεια βρίσκεται στους αντίποδες της διαδεδομένης και κυρίαρχης ιδεοληψίας τού δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα», αυτά που ισχύουν στην πραγματικότητα είναι τα εξής: