Οι άγνωστοι ενεργειακοί τιτάνες στην ανατολική Κασπία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι άγνωστοι ενεργειακοί τιτάνες στην ανατολική Κασπία

Ο ρόλος του Καζακστάν και του Τουρκμενιστάν στη μεγάλη σκακιέρα

Τα φαραωνικών διαστάσεων κτίρια με τους χρυσούς τρούλους στο Ασγκαμπάτ είναι ενδεικτικά των τεράστιων εσόδων από το φυσικό αέριο κατά τα τελευταία χρόνια. Το Τουρκμενιστάν, μια χώρα μόλις 5 εκατ. κατοίκων η οποία, από πολλές απόψεις, παραπέμπει στην Βόρεια Κορέα, είναι σχετικά φτωχό μεν σε πετρέλαιο (παράγοντας κάτι παραπάνω από 200.000 βαρέλια την ημέρα), διαθέτει, όμως, τα τέταρτα μεγαλύτερα αποθέματα αερίου στον κόσμο, μετά από το Ιράν, την Ρωσία και το Κατάρ (στοιχεία ΒΡ). Είναι ήδη σημαντικός παραγωγός αερίου, με συνεχώς ανοδική τάση: Εν αναμονή των στοιχείων του 2016, το 2015 παρήγαγε 72,5 δισ. κυβικά μέτρα, εκ των οποίων ποσοστό 52% εξήχθη (27,7 δισ. κ.μ. προς Κίνα, 7,2 δισ. κ.μ. προς Ιράν, 2,8 δισ. κ.μ. προς Ρωσία και μικρή ποσότητα προς Καζακστάν). Ήδη στην χώρα κατασκευάζεται -από Ιάπωνες και Τούρκους επενδυτές- ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια GTL (gas to liquid) στον κόσμο, που θα στοιχίσει 1,7 δισ. δολ. και θα λειτουργήσει στο τέλος του 2018. Από την επεξεργασία 1,8 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως, θα παράγει 600.000 τόνους βενζίνη των 92 οκτανίων. Σήμερα η χώρα έχει δύο συγκροτήματα διύλισης με ικανότητα επεξεργασίας 237.000 βαρελιών, τα οποία λειτουργούν στο 50% της δυναμικότητάς τους.

Αιχμή του δόρατος στους ενεργειακούς σχεδιασμούς του Ασγκαμπάτ αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο κοίτασμα αερίου στον κόσμο, Γκαλκουνούς, που ανακαλύφθηκε μόλις το 2006. Μόνο η πρώτη φάση ανάπτυξής του, η οποία ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2013, όταν και ξεκίνησε η παραγωγή, κόστισε 9,7 δισ. δολ., ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται επενδύσεις 20 δισ. δολ. Σύμφωνα με τους ίδιους τους Τουρκμένους, η παραγωγή φυσικού αερίου της χώρας θα υπερτριπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία και θα φθάσει τα 230 δισ. κ.μ. στις αρχές της δεκαετίας του 2030 (με σχεδόν 100 δισ. κ.μ. να προέρχονται μόνο από το Γκαλκουνούς), και δη παρά το γεγονός ότι η Ρωσία -κάποτε η κύρια αγορά φυσικού αερίου της χώρας μέσω του σοβιετικού «βόρειου αγωγού»- έχει δηλώσει ότι δεν ενδιαφέρεται για συνέχιση των εισαγωγών. Μάλιστα, η Gazprom βρίσκεται από το 2015 σε διαιτητικό δικαστήριο της Στοκχόλμης με την Turkmengas για το θέμα της τιμής του αερίου, το οποίο θεωρεί ακριβό. Το 2003, σημειωτέον, η Gazprom είχε συμφωνήσει να αγοράζει από την Turkmengas έως 60 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου ετησίως, αλλά τα τελευταία χρόνια οι ποσότητες έβαιναν μειούμενες και τελικά, το 2016, μηδενίστηκαν.

Και η ενεργειακή διπλωματία του Ασγκαμπάτ, όπως και εκείνη της Αστάνα, στηρίζεται στην αρχή της διαφοροποίησης των εξαγωγικών οδεύσεων, μέσω κατασκευής των αναγκαίων υποδομών (αγωγών φυσικού αερίου) προς πάσα κατεύθυνση. Επομένως, ο «βόρειος αγωγός» αερίου προς Ρωσία, υφιστάμενος ήδη από την εποχή της ΕΣΣΔ, πρόκειται να πλαισιωθεί από άλλους τέσσερις: Ο αγωγός προς το Ιράν λειτούργησε το 2010, αλλά αυτός δεν είναι και τόσο σημαντικός. Το 2006, λίγο πριν πεθάνει ο ιστορικός ηγέτης της χώρας, Σ. Νιγιάζοφ, δρομολογήθηκε ο υπεραγωγός «Central Asia–China» που λειτούργησε τελικά στο τέλος του 2009 και έχει μήκος 1.830 χιλιόμετρα. Μετά την προσθήκη ενός τρίτου παράλληλου σωλήνα, το 2015, διαθέτει σήμερα θεωρητική δυναμικότητα μεταφοράς έως 55 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως, αν και χρησιμοποιείται στο 50%. Η Κίνα πάντως σχεδιάζει οι ετήσιες εισαγωγές της από το Τουρκμενιστάν να ανέρχονται σε 65 δισ. κυβ. μέτρα ως το 2020, ήτοι να υπερδιπλασιαστούν από τα επίπεδα του 2015 (προς τούτο θα χρειαστεί η κατασκευή και τέταρτου παράλληλου σωλήνα). Και επειδή η τιμή του τουρκμενικού αερίου στην κινεζική αγορά είναι πολύ ανταγωνιστική, αυτό δημιουργεί πρόβλημα στα ρωσικά σχέδια για τους υπεραγωγούς «Ισχύς της Σιβηρίας» και «Αλτάϋ» προς Κίνα. Επιπλέον, η κρατική China National Petroleum Corporation αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο ξένο επενδυτή-εργοδότη στον ενεργειακό κλάδο του Τουρκμενιστάν, ενώ ισχυρή παρουσία έχουν επίσης η ιταλική ΕΝΙ, η μαλαισιανή Petronas και η εμιρατινή Dragon Oil. Ως εκ τούτου, οι Κινέζοι έχουν λόγο και περί των ενεργειακών οδεύσεων. Προτεραιότητά τους, δε, είναι να ικανοποιηθεί η δική τους κατανάλωση, άρα όλα τα άλλα σχέδια αγωγών έρχονται σε «δεύτερη μοίρα».

Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η γεωγραφική θέση του Γκαλκουνούς -ευρισκόμενου στη νοτιοανατολική επικράτεια του Τουρκμενιστάν- συνηγορεί υπέρ της τροφοδοσίας μιας ακόμη ραγδαία αναπτυσσόμενης αγοράς, της ινδικής υποηπείρου. Μετά από πολλά χρόνια μελετών, ο τεράστιος αγωγός ΤΑΡΙ (Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία), με μέγιστη μεταφορική δυναμικότητα 33 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, θεμελιώθηκε τον Δεκέμβριο του 2015 και το τουρκμενικό τμήμα του, μήκους 220 χιλ., έχει κατασκευαστεί σχεδόν ολόκληρο σήμερα (αρχές 2017), με ίδιους πόρους της Turkmengas. Το ζήτημα, όμως, είναι τι θα γίνει με τα υπόλοιπα 1.600 χιλιόμετρα του ΤΑΡΙ (συνολικού κόστους 10 δισ. δολαρίων), τόσο από την άποψη της χρηματοδότησης, όσο και επειδή διασχίζει ασταθείς περιοχές, ιδίως στο Αφγανιστάν. Τα αισιόδοξα σενάρια, πάντως, ομιλούν για έναρξη λειτουργίας του στο τέλος του 2019. Ένθερμος υποστηρικτής της κατασκευής του ΤΑΡΙ είναι οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με τον 100% ανταγωνιστικό αγωγό IPI, από Ιράν προς Ινδία.

Τέλος, η ιστορία ενός «Διακασπιακού Αγωγού Αερίου» (Trans-Caspian Gas Pipeline, TCP), ο οποίος θα συνδέει την ανατολική με την δυτική ακτή της Κασπίας σε μήκος 340 χιλιομέτρων, είναι μεν αρκετά παλιά, τουλάχιστον 20 ετών, αλλά ελάχιστα έχει προχωρήσει μέχρι σήμερα. Προτού ανακαλυφθεί το πεδίο Σαχ Ντενίζ στο Αζερμπαϊτζάν, το 1999, το Τουρκμενιστάν ήταν ο βασικός υποψήφιος για εφοδιασμό της Ευρώπης με κασπιακό αέριο: Το 1998, λοιπόν, υπεγράφη Διακρατική Συμφωνία Τουρκίας-Τουρκμενιστάν για την κατασκευή του TCP. Η Ρωσία, όμως, για ευνόητους λόγους δεν επιθυμεί την υλοποίηση του TCP και, μάλιστα, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει την κατασκευή κανενός υποθαλάσσιου αγωγού μέχρι να ξεκαθαρίσει το νομικό καθεστώς της Κασπίας.