Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διεθνοτική κρίση του 2001 στην Βόρεια Μακεδονία

Τα αίτια, η πορεία, και η κατάληξη όπως κρίνονται 20 χρόνια μετά

Οι εξελίξεις στην σερβική επαρχία του Κοσόβου από το 1998 και έπειτα άσκησαν καθοριστική επιρροή. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούσε τον Ιανουάριο του 1999 ο Βρετανός αναλυτής James Pettifer εδώ και «δύο χρόνια στις δυτικές, αλβανοκρατούμενες περιοχές σημειώνονται βομβιστικές επιθέσεις, κατασχέσεις όπλων (από τις Αρχές) και θάνατοι. Ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου έχει αρχίσει να αποκτά μια παρουσία εδώ, χρησιμοποιώντας τη Μακεδονία ως βάση ανεφοδιασμού» (Pettifer January 1999: 15). Το ίδιο σκηνικό χαρακτήρισε το 2000: στις 11 Ιανουαρίου, τρεις αστυνομικοί έχασαν την ζωή τους στο χωριό Αρατσίνοβο, βορείως της πόλης των Σκοπίων, το οποίο αποτελούσε και κέντρο λαθρεμπορίου με το γειτονικό Κόσοβο˙ στις 2 Φεβρουαρίου βόμβα εξερράγη στην πόλη του Κουμάνοβο. Καθ’ όλη την διάρκεια του 2000 σημειώθηκαν πολυάριθμα επεισόδια με ανταλλαγή πυρών στα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας (Krause 2000: 5). Ήταν περισσότερο από σαφές ότι το Κόσοβο και η Βόρεια Μακεδονία λειτουργούσαν ως «συγκοινωνούντα δοχεία».

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2001

Η νατοϊκή επέμβαση την άνοιξη του 1999 στο Κόσοβο είχε μια καταλυτική επίδραση στον αλβανικό πληθυσμό της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς αλβανικοί κύκλοι την ερμήνευσαν ως «νομιμοποίηση» και «επιβράβευση» της χρήσης ένοπλης βίας για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Στα τέλη Ιανουαρίου 2001 ο λεγόμενος Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΑΣ), ο οποίος έγινε γνωστός και ως «Macedonian UÇK», έκανε την «επίσημη εμφάνισή» του, πραγματοποιώντας μια ένοπλη επίθεση σε αστυνομικό τμήμα κοντά στην πόλη του Τετόβου (Διαμαντής 29/01/2001). Σε ανακοίνωση του ο ΕΑΣ διακήρυσσε ότι σχηματίστηκε: «μετά την αποτυχία του μακεδονικού κράτους να μεταρρυθμισθεί με νόμιμα μέσα» και ως «απάντηση στην βία που ασκούσαν οι Αρχές... Έως και σήμερα εμείς οι Αλβανοί στη Μακεδονία έχουμε αναζητήσει τα δικαιώματά μας μέσω διαλόγου, μ’ έναν συνταγματικό και ειρηνικό τρόπο. Τα αιτήματά μας έχουν αγνοηθεί. Η Μακεδονική κυβέρνηση έχει απαντήσει... με ένα καθεστώς τρόμου, όπως μπορεί να δει κανείς στα Σκόπια, το Τέτοβο, το Γκόστιβαρ και το Κίτσεβο… Η αντι-αλβανική πολιτική, την οποία έχει ακολουθήσει έως σήμερα η μακεδονική κυβέρνηση, κατέστησε τον παρόντα μακεδονο-αλβανικό διάλογο χωρίς νόημα... (ανακοινωθέν της οργάνωσης που στάλθηκε στην γερμανική Deutsche Welle αναφέρεται σε Rusi 2004: 1).

Σε μια μεταγενέστερη επιστολή του ο ΕΑΣ, αφού καταρχάς δεσμευόταν «στην διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Μακεδονίας», έθετε μια σειρά από αιτήματα, όπως: την συμμετοχή διεθνών μεσολαβητών στον διάλογο, την απόκτηση υπηκοότητας από όλους τους Αλβανούς που ζούσαν στη χώρα και την αλλαγή του Συντάγματος με ικανοποίηση μιας σειράς αιτημάτων (τον χαρακτηρισμό της Βόρειας Μακεδονίας ως κράτος δύο λαών, «Μακεδονικό-Αλβανικό ή Αλβανικό-Μακεδονικό», την αναγνώριση της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας, την ελεύθερη χρήση από κάθε κοινότητα των δικών της εθνικών συμβόλων, τον τερματισμό των διακρίσεων στην οικονομία και την κρατική διοίκηση, τον τερματισμό των διακρίσεων στο πολιτικό σύστημα, στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και των «μαγειρεμάτων» στις εκλογές και την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων) (Rusi 2004: 2-3).

Για την σλαβομακεδονική πολιτική ελίτ ο ΕΑΣ ήταν «εισαγόμενος» από το Κόσοβο –αποδίδοντας ευθύνη στην Kosovo Protection Force για την «πλημμελή φύλαξη» των συνόρων– χαρακτηρίζοντάς τον ως μια «εξτρεμιστική-τρομοκρατική οργάνωση», η οποία δεν είχε υποστήριξη ανάμεσα στον αλβανικό πληθυσμό. Η εμφάνιση του ΕΑΣ την συγκεκριμένη χρονική συγκυρία αποδιδόταν στις προσπάθειες πάταξης του εκτεταμένου λαθρεμπορίου μεταξύ Βόρειας Μακεδονίας και Κοσόβου και τις αντιδράσεις των εμπλεκόμενων λαθρέμπορων: «Μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς τον Οκτώβριο 2000 και την υπογραφή της συμφωνίας οριοθέτησης των συνόρων μεταξύ Βελιγραδίου και Σκοπίων τον Φεβρουάριο του 2001, οι μακεδονικές δυνάμεις ασφαλείας ξεκίνησαν να περιπολούν το σύνορο και να αστυνομεύουν την ροή προϊόντων και ανθρώπων. Ένα σταθερό και σαφές σύνορο ανάμεσα στη Μακεδονία και το Κόσοβο απειλούσε τα συμφέροντα των «αφεντικών» του εγκλήματος στο Κόσοβο κάνοντας την σύγκρουση σχεδόν αναπόφευκτη» (Ordanoski 2004: 20).

Μέχρι και τις αρχές Μαρτίου οι συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΑΣ και τις δυνάμεις ασφαλείας επικεντρώνονταν στην συνοριακή περιοχή ανάμεσα στην Βόρεια Μακεδονία και το Κόσοβο. Από τις 14 Μαρτίου οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και στην περιοχή του Τετόβου, ενώ μια ημέρα αργότερα οργανώθηκε και διαδήλωση υποστήριξης προς τον ΕΑΣ στην πόλη του Τετόβου, όπου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, «περίπου 5.000 άτομα… κραύγαζαν συνθήματα υπέρ του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού και κατά της κρατικής τρομοκρατίας, του Συντάγματος της χώρας αλλά και των αλβανικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο, αποκαλώντας τους ηγέτες τους προδότες» (Διαμαντής 15/3/2001), μια εξέλιξη που αμφισβητούσε άμεσα την θέση της κυβέρνησης και του προέδρου για «εισαγόμενη κρίση, χωρίς εσωτερική υποστήριξη». Ξένοι παρατηρητές διαπίστωναν την αυξανόμενη δημοτικότητα του ΕΑΣ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: «Το σημαντικότερο νέο στοιχείο είναι η πολιτική και ψυχολογική απομάκρυνση που συντελείται αυτές τις ημέρες, των δύο εθνοτικών κοινοτήτων, των Σλάβων και των Αλβανών. Η ως τώρα ήπια συνύπαρξή τους διακυβεύεται καθώς η φημολογία ανάμεσα στον τοπικό πληθυσμό δρα πολλαπλασιαστικά για την έκταση, την ένταση και την σημασία των ένοπλων συγκρούσεων… Η κοινή γνώμη της αλβανικής κοινότητας μοιάζει να ριζοσπαστικοποιείται με ταχείς ρυθμούς και να ωθεί στο περιθώριο εκείνα τα κόμματα και τις πολιτικές-κοινωνικές δυνάμεις που πρεσβεύουν και υλοποιούν την συνεργασία με τους Σλάβους…» (Μαράκης 18/3/2001).