Πώς θα σπάσει ο κύκλος της σύγκρουσης με την Ρωσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς θα σπάσει ο κύκλος της σύγκρουσης με την Ρωσία

Η αναζήτηση συναίνεσης δεν είναι κατευνασμός –είναι πραγματισμός

Από τις περισσότερες πλευρές, αυτές οι προσπάθειες ήταν υπερβολικά επιτυχημένες. Μολονότι το φιλορωσικό αίσθημα επιβιώνει σε συγκεκριμένες γωνιές συγκεκριμένων πρωτευουσών, η προοπτική οποιαδήποτε πρώην σοβιετική δημοκρατία να εκχωρήσει εκουσίως την κυριαρχία της πίσω στη Μόσχα είναι περισσότερο από μακρινή. Η Ρωσία δεν είναι ένα ελκυστικό πολιτικό ή οικονομικό μοντέλο για τους ηγέτες της περιοχής. Το μερίδιό της στις εισαγωγές και τις εξαγωγές των περισσότερων πρώην σοβιετικών δημοκρατιών είναι στάσιμο ή σταθερά μειούμενο και το εξαγωγικό μονοπώλιό της στους υδρογονάνθρακες έσπασε πριν από δεκαετίες. Το ταξίδι στην Ευρώπη γίνεται πλέον χωρίς βίζα για τους πολίτες της Γεωργίας, της Μολδαβίας, και της Ουκρανίας. Και η Λευκορωσία, ο κατ’ όνομα στενότερος σύμμαχος της Ρωσίας, έλαβε περισσότερες κατά κεφαλήν βίζες για την ζώνη Σένγκεν της ΕΕ από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη χώρα το 2019.

Αλλά οι προσπάθειες που στόχευαν στην ενίσχυση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας αυτών των κρατών ήταν μερικές φορές δύσκολο να διακριθούν από τις προσπάθειες μείωσης της επιρροής της Ρωσίας στην περιοχή. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προέβλεψαν την σφοδρότητα με την οποία η Ρωσία θα αντιστεκόταν στην προς δυσμάς στροφή των γειτόνων της. Όπως επέδειξε για πρώτη φορά η Μόσχα, εισβάλλοντας στην Γεωργία το 2008, αυτό που δεν μπορεί να επιτύχει μέσω της πειθούς είναι προετοιμασμένη να το επιβάλει με την βία.

Η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 και η εισβολή στην ανατολική Ουκρανία, και η τρέχουσα κινητοποίηση δυνάμεων στα σύνορα της Ουκρανίας, έχουν καταστήσει σαφές ότι ο ρωσογεωργιανός πόλεμος του 2008 δεν ήταν μια παρέκκλιση. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η Μόσχα είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει την στρατιωτική της ισχύ για να αποφύγει να περικυκλωθεί από κράτη που συνδέονται στενά με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Μολδαβία, το Κρεμλίνο έχει συμβιβαστεί με ένα αποτελεσματικό βέτο για την δυνητική ένταξη [τους] στην ΕΕ ή στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας φιλορωσικές αυτονομιστικές περιοχές και πυροδοτώντας εδαφικές διαμάχες που εμποδίζουν την προσχώρηση σε Δυτικά κλαμπ. Σε άλλες [χώρες], όπως η Λευκορωσία, και μόνο η πιθανότητα [των] κάπως πιο φιλοδυτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης να εκδιώξουν το σχετικά ενδοτικό καθεστώς του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο, τον Αύγουστο του 2020, ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει πτήσεις ρωσικών βομβαρδιστικών πάνω από την χώρα και, σύμφωνα με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν [9] , κινητοποίηση της εφεδρικής αστυνομίας ταραχών για να συντρίψει τις διαδηλώσεις σε περίπτωση που το Μινσκ έχανε τον έλεγχο. Και φυσικά στην Ουκρανία, ο Πούτιν έχει συγκεντρώσει τώρα τη μεγαλύτερη στρατιωτική συσσώρευση στην Ευρώπη από τον Ψυχρό Πόλεμο και μετά, για να βάλει τέλος στην προσπάθεια του Κιέβου να ενταχθεί στο Δυτικό στρατόπεδο.

Εν ολίγοις, η επιδίωξη του γεωπολιτικού πλουραλισμού αποδείχθηκε ότι είχε κόστος αλλά και οφέλη. Η στρατηγική των ΗΠΑ βοήθησε στην αποτροπή της επανεμφάνισης μιας νεο-Σοβιετικής Ένωσης, αλλά δεν δημιούργησε μια εναλλακτική περιφερειακή αρχιτεκτονική που τόσο η Ρωσία όσο και οι γείτονες της θα μπορούσαν να αποδεχτούν. Ούτε έλαβε υπόψη την προθυμία της Ρωσίας να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία για να σταματήσει τους γείτονές της από το να πλησιάσουν πολύ την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. (Φυσικά, η ωμή προσέγγιση της Ρωσίας προς αυτά τα κράτη τα έκανε ακόμη πιο πρόθυμα να το βάλουν στα πόδια). Η τρέχουσα κρίση για την Ουκρανία είναι η τελευταία και πιο προφανής ένδειξη ότι η συνεχιζόμενη επιδίωξη του γεωπολιτικού πλουραλισμού στη μετασοβιετική Ευρασία θα δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους —και ειδικά για τους γείτονες της Ρωσίας

Κάποιοι ίσως αντιτείνουν ότι το βασικό πρόβλημα δεν είναι η Δυτική πολιτική αλλά ο ρωσικός νεο-ιμπεριαλισμός. Εάν η Μόσχα μπορούσε να αποδεχτεί ότι οι γείτονές της είναι πλήρως κυρίαρχα κράτη και να τους επιτρέψει να ευθυγραμμιστούν όπως επιλέξουν, δεν θα υπήρχε ζήτημα. Αυτό είναι σίγουρα αλήθεια. Αλλά η Μόσχα σαφώς δεν το βλέπει έτσι [10] και είναι απρόθυμη να αφήσει τους γείτονές της να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Αντίθετα, είναι πρόθυμη να πάει σε πόλεμο, να προσαρτήσει εδάφη, και να στηρίξει αυτονομιστές πληρεξούσιους για να διασφαλίσει ότι οι επιλογές αυτών των κρατών είναι περιορισμένες. Κάποιος μπορεί να ελπίζει ότι ο επόμενος ηγέτης της Ρωσίας θα έχει διαφορετική προσέγγιση από αυτή του Πούτιν. Αλλά η ελπίδα δεν αποτελεί στρατηγική, και εν τω μεταξύ, ο ρωσικός στρατός μπορεί κάλλιστα να αναλάβει ενέργειες στην Ουκρανία που θα δένουν τα χέρια του διαδόχου του Πούτιν.

ΦΑΝΤΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ

Ανεξάρτητα από το πώς θα επιλυθεί αυτή η τρέχουσα κρίση, η άμεση γειτονιά της Ρωσίας θα συνεχίσει να είναι ένα σημείο ανάφλεξης, εκτός και αν η Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, και οι χώρες της μετασοβιετικής Ευρασίας —ιδίως αυτές οι έξι που στριμώχνονται μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης: η Ουκρανία, η Λευκορωσία, η Μολδαβία, η Αρμενία, η Γεωργία, και το Αζερμπαϊτζάν— μπορέσουν να καταλήξουν σε μια ευρεία συμφωνία σχετικά με τις νόρμες, τους θεσμούς, και τους κανόνες που θα πρέπει να διέπουν τις αλληλεπιδράσεις των κρατών στην περιοχή. Ακόμα κι αν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ ήταν προετοιμασμένοι να προσφέρουν πλήρη ένταξη στα μετασοβιετικά κράτη -και δεν είναι- το να συνεχίζουν με την τρέχουσα προσέγγιση διακινδυνεύει [την εκδήλωση] επανειλημμένων ρωσικών επιθέσεων εναντίον τους με τη μια ή την άλλη μορφή. Μια αμοιβαίως συμφωνηθείσα εναλλακτική λύση θα ωφελούσε όλα τα μέρη. Η πρόκληση είναι να φανταστεί κάποιος ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η εναλλακτική.