Το τίμημα του οικονομικού πολέμου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τίμημα του οικονομικού πολέμου

Πώς οι κυρώσεις στην Ρωσία θα ανατρέψουν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων

Αλλά οι κυρώσεις της Κοινωνίας [των Εθνών] ήρθαν με πραγματικά ανταλλάγματα. Η οικονομική ανάσχεση της φασιστικής Ιταλίας περιόρισε την ικανότητα των δημοκρατιών να χρησιμοποιήσουν κυρώσεις εναντίον ενός επιτιθέμενου που ήταν ακόμη πιο απειλητικός: του Αδόλφου Χίτλερ. Ως μια μεγάλη μηχανή ζήτησης εξαγωγών για μικρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, η Γερμανία ήταν μια υπερβολικά μεγάλη οικονομία για να απομονωθεί χωρίς σοβαρές εμπορικές απώλειες για το σύνολο της Ευρώπης. Εν μέσω της εύθραυστης ανάκαμψης από την Ύφεση, η ταυτόχρονη επιβολή κυρώσεων τόσο στην Ιταλία όσο και στην Γερμανία -τότε ήταν η τέταρτη και η έβδομη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο- ήταν πολύ δαπανηρή για τις περισσότερες δημοκρατίες. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον φόβο της υπερέκτασης και την διεθνή εστίαση στην Αιθιοπία, μεταφέροντας γερμανικά στρατεύματα στην αποστρατιωτικοποιημένη Ρηνανία τον Μάρτιο του 1936, προχωρώντας περαιτέρω προς τον πόλεμο. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι γνώριζαν την εμπορική τους ισχύ [11], την οποία χρησιμοποίησαν για να οδηγήσουν τις οικονομίες της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων στην πολιτική τροχιά τους. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ηπειρωτικού μπλοκ υποτελών παραποτάμιων οικονομιών, το εμπόριο των οποίων με την Γερμανία ήταν πιο δύσκολο να μπλοκαριστεί από τα Δυτικά κράτη με κυρώσεις ή ναυτικό αποκλεισμό.

Τα διλήμματα των κυρώσεων της δεκαετίας του 1930 δείχνουν ότι οι επιτιθέμενοι πρέπει να αντιμετωπίζονται όταν διαταράσσουν την διεθνή τάξη πραγμάτων. Αλλά πρέπει εξίσου να συνειδητοποιήσουμε ότι η βιωσιμότητα των κυρώσεων και οι πιθανότητες επιτυχίας τους εξαρτώνται πάντα από την παγκόσμια οικονομική κατάσταση. Σε ασταθείς εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες, θα είναι απαραίτητο να γίνει προτεραιοποίηση μεταξύ των ανταγωνιστικών στόχων και διεξοδική προετοιμασία για ανεπιθύμητες συνέπειες όλων των ειδών. Το να χρησιμοποιηθούν κυρώσεις εναντίον πολύ μεγάλων οικονομιών απλώς δεν θα είναι δυνατή χωρίς αντισταθμιστικές πολιτικές που θα υποστηρίζουν τις οικονομίες όσων επιβάλλουν τις κυρώσεις αλλά και του υπόλοιπου κόσμου.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν γνωρίζει αυτό το πρόβλημα, αλλά οι ενέργειές της μέχρι στιγμής είναι αναλογικά ανεπαρκείς. Η Ουάσιγκτον έχει επιχειρήσει να μειώσει τις πιέσεις στην αγορά πετρελαίου μέσω μιας μερικής συμφιλίωσης με το Ιράν και την Βενεζουέλα. Το να αντιμετωπιστούν οι δευτερογενείς επιπτώσεις των κυρώσεων εναντίον ενός ηγετικού πετρο-κράτους μπορεί τώρα να απαιτεί την άρση των κυρώσεων σε δύο μικρότερα πετρο-κράτη. Αλλά αυτή η διπλωματία του πετρελαίου είναι ανεπαρκής για να ανταποκριθεί στην πρόκληση που θέτουν οι κυρώσεις στην Ρωσία, οι επιπτώσεις των οποίων επιδεινώνουν τα προϋπάρχοντα οικονομικά δεινά. Τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και οι συμφορήσεις της εποχής της πανδημίας στα παγκόσμια δίκτυα μεταφορών και παραγωγής προϋπήρχαν του πολέμου στην Ουκρανία. Η πρωτοφανής χρήση κυρώσεων σε αυτές τις ήδη ταραγμένες συνθήκες έχει επιδεινώσει μια ήδη δύσκολη κατάσταση.

Το πρόβλημα της διαχείρισης των επιπτώσεων του οικονομικού πολέμου είναι ακόμη μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πολύ ισχυρότερους εμπορικούς και ενεργειακούς δεσμούς [12] με την Ρωσία. Είναι επίσης το αποτέλεσμα της πολιτικής οικονομίας της ευρωζώνης, όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες: με εξαίρεση την Γαλλία, οι περισσότερες οικονομίες της ακολουθούν μια στρατηγική ανάπτυξης που είναι υπερβολικά βασισμένη στο εμπόριο και εστιασμένη στις εξαγωγές. Αυτό το οικονομικό μοντέλο προϋποθέτει διεθνή ζήτηση για εξαγωγές, ενώ συμπιέζει τους μισθούς και την εγχώρια ζήτηση. Είναι μια πολύ ακατάλληλη δομή για την παρατεταμένη επιβολή κυρώσεων μείωσης του εμπορίου. Το να αυξηθούν οι επενδύσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε ολόκληρη την ΕΕ και να επεκταθεί ο δημόσιος έλεγχος στον κλάδο της ενέργειας, όπως έχει ανακοινώσει ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν [13], είναι ένας τρόπος να απορροφηθεί αυτό το σοκ. Αλλά υπάρχει επίσης ανάγκη για μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος για καταναλωτικά αγαθά και παρεμβάσεις για τη μείωση των τιμών στις αγορές παραγωγικών αγαθών, από την διαχείριση των στρατηγικών αποθεματικών [14] έως τους φόρους στα πλεονάζοντα κέρδη [15] που παρουσιάζονται στην Ισπανία και στην Ιταλία.

Στην συνέχεια, υπάρχουν οι συνέπειες των κυρώσεων που προκαλούνται συνολικά στην παγκόσμια οικονομία, και ειδικά στον «παγκόσμιο Νότο». Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων θα αποτελέσει σημαντική μακροοικονομική πρόκληση. Ως εκ τούτου, είναι επιτακτική ανάγκη για το G-7, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και τους Ασιάτες εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών να ξεκινήσουν μια τολμηρή και συντονισμένη δράση για την σταθεροποίηση των παγκόσμιων αγορών. Αυτό μπορεί να γίνει με στοχευμένες επενδύσεις για να υποχωρήσουν οι συμφορήσεις στον εφοδιασμό, με γενναιόδωρες διεθνείς επιχορηγήσεις και δάνεια σε αναπτυσσόμενες χώρες που δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν επαρκή εφοδιασμό σε τρόφιμα και ενέργεια, και με μεγάλης κλίμακας κρατική χρηματοδότηση για την ικανότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει επιδοτήσεις, και ίσως ακόμη και διατροφικό δελτίο και ελέγχους των τιμών, για να προστατευθούν οι φτωχότεροι από τις καταστροφικές συνέπειες της εκτόξευσης των τιμών των τροφίμων, της ενέργειας και των εμπορευμάτων.

Μια τέτοια κρατική παρέμβαση είναι το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την εμπλοκή σε οικονομικό πόλεμο. Το να προκληθεί ουσιαστική ζημιά σε αυτήν την κλίμακα εναντίον της Ρωσίας απλώς δεν μπορεί να επιδιωχθεί χωρίς μια διεθνή μετατόπιση στην χάραξη πολιτικής που θα επεκτείνει την οικονομική υποστήριξη σε εκείνους που πλήττονται από τις κυρώσεις [16]. Εάν δεν προστατευθεί η υλική ευημερία των νοικοκυριών, η πολιτική υποστήριξη για τις κυρώσεις θα καταρρεύσει με την πάροδο του χρόνου.

ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΣΤΕΣ