Αντίπαλοι σε λογικά πλαίσια; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντίπαλοι σε λογικά πλαίσια;

Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ–Κίνας γίνεται οξύτερος –αλλά δεν χρειάζεται απαραιτήτως να γίνει πιο επικίνδυνος

Για αυτούς τους λόγους, ούτε η Κίνα ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την πολιτική διάθεση για μια ακούσια κρίση ή σύγκρουση. Καμία πλευρά δεν είναι έτοιμη για μια τέτοια, και αμφότερες χρειάζονται χρόνο για να ασχοληθούν με το τεράστιο φάσμα δυσκολιών και ανεπαρκειών που αντιμετωπίζουν. Ωστόσο, ο κίνδυνος ακούσιας κλιμάκωσης είναι υπαρκτός και αυξάνεται [17]. Η πρόσφατη επικίνδυνη αναχαίτιση από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (People’s Liberation Army) ενός αεροσκάφους παρακολούθησης P-8 της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της Αυστραλίας (Royal Australian Air Force) πάνω από την Θάλασσα της Νοτίου Κίνας, η οποία θα μπορούσε εύκολα να είχε προκαλέσει την συντριβή του αυστραλιανού αεροσκάφους, είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα ενός περιστατικού που θα μπορούσε να έχει κλιμακωθεί ταχέως σε κρίση. Σε αυτήν την περίπτωση, οι όροι της Αμυντικής Συνθήκης ΗΠΑ-Αυστραλίας (U.S. – Australian Defense Treaty) του 1951 θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν υποχρεώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να προστρέξουν άμεσα προς υπεράσπιση της Αυστραλίας, εάν το περιστατικό είχε λάβει μοιραία τροπή. (Πράγματι, θα ήταν χρήσιμο στο Πεκίνο να εξοικειωθεί με τους ακριβείς όρους των στρατιωτικών υποχρεώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών προς καθέναν από τους συμμάχους τους στον Ειρηνικό, για την περίπτωση που οι Κινέζοι ηγέτες πιστέψουν ότι το να απειλήσουν αυτές τις χώρες είναι ένας εύκολος τρόπος να επιδείξουν την στρατιωτική ισχύ τους, χωρίς να διακινδυνεύσουν την άμεση κλιμάκωση με την Ουάσιγκτον).

Το να παρακολουθεί κάποιος την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλέκονται σε όλο και μεγαλύτερα επίπεδα ακροσφαλούς πολιτικής είναι σαν να παρακολουθεί δύο γείτονες να κάνουν συγκολλήσεις σε ένα εργαστήριο στην πίσω αυλή, χωρίς παπούτσια με λαστιχένιες σόλες, με τους σπινθήρες να πετούν παντού, και με γυμνά, μη μονωμένα καλώδια να περνούν σε ένα βρεγμένο τσιμεντένιο πάτωμα. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Αυτός είναι ο λόγος που έχω υποστηρίξει στο παρελθόν [18] στο Foreign Affairs αυτόν που αποκαλώ «διαχειριζόμενο στρατηγικό ανταγωνισμό» (“managed strategic competition”). Αυτή είναι μια βαθιά ρεαλιστική έννοια, όχι μια [έννοια] που υποστηρίζει ότι μόνο μέσω της καλύτερης κατανόησης των μεταξύ τους στρατηγικών προθέσεων μπορούν να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Το βασικό πρόβλημα επί του παρόντος είναι ακριβώς το αντίστροφο: τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον έχουν στην πραγματικότητα μια αρκετά ακριβή κατανόηση των μεταξύ τους προθέσεων, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχουν εμπλακεί σε μια ανεξέλεγκτη στρατηγική, χωρίς οδικούς κανόνες για να την περιορίσουν. Ο διαχειριζόμενος στρατηγικός ανταγωνισμός προσφέρει την ρεαλιστική δυνατότητα μιας σειράς πιο σταθεροποιητικών, αμοιβαία συμφωνημένων περιορισμών.

Η ιδέα έχει τέσσερα βασικά στοιχεία. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα πρέπει να δημιουργήσουν μια σαφή, λεπτομερή κατανόηση των μεταξύ τους σκληρών στρατηγικών κόκκινων γραμμών, προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο σύγκρουσης μέσω εσφαλμένων υπολογισμών. Θα πρέπει να επιτευχθεί μια λεπτομερής συναντίληψη για τέτοιες κόκκινες γραμμές σε κρίσιμους τομείς όπως η Ταϊβάν [19], η Θάλασσα της Νοτίου και της Ανατολικής Κίνας, η Κορεατική Χερσόνησος, ο κυβερνοχώρος, και το διάστημα. Η κατανόηση των κόκκινων γραμμών του άλλου δεν προϋποθέτει συμφωνία για τη νομιμοποίηση αυτών των κόκκινων γραμμών. Αυτό θα ήταν αδύνατο. Αλλά αμφότερες οι πλευρές θα πρέπει να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική προβλεψιμότητα είναι επωφελής, ότι η στρατηγική εξαπάτηση είναι μάταιη, και ότι η στρατηγική έκπληξη είναι απλά επικίνδυνη. Έκαστη πλευρά πρέπει στην συνέχεια να δημιουργήσει όρια στην σχέση της με την άλλη που θα μειώνουν τον κίνδυνο της υπέρβασης, της κακής επικοινωνίας και της παρανόησης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των απαραίτητων μηχανισμών διαλόγου σε υψηλό επίπεδο και επικοινωνίας κρίσεων για την επίβλεψη οποιονδήποτε τέτοιων διακανονισμών.

Δεύτερον, έχοντας καθορίσει τέτοια όρια, αμφότερες οι χώρες μπορούν να ενστερνιστούν τον μη φονικό στρατηγικό ανταγωνισμό σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης σχέσης τους, διοχετεύοντας την στρατηγική τους αντιπαλότητα σε μια κούρσα για την ενίσχυση της οικονομικής και τεχνολογικής δύναμής τους, του αποτυπώματος της εξωτερικής πολιτικής [20] τους, ακόμη και των στρατιωτικών ικανοτήτων τους. Αυτή η κούρσα περιλαμβάνει επίσης τον ιδεολογικό ανταγωνισμό για το μέλλον του διεθνούς συστήματος. Αλλά το κρίσιμο είναι ότι αυτός ο στρατηγικός ανταγωνισμός θα ήταν διαχειριζόμενος, όχι μη διαχειριζόμενος, μειώνοντας τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε άμεση ένοπλη σύγκρουση. Πράγματι, ένας τέτοιος περιορισμένος ανταγωνισμός θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να μειώσει, αντί να επιδεινώσει, τον κίνδυνο του πολέμου [21], ειδικά εάν επρόκειτο να επαναληφθούν πιο τυπικές μορφές οικονομικής εμπλοκής στο πλαίσιο του διαχειριζόμενου ανταγωνισμού.

Τρίτον, ο διαχειριζόμενος στρατηγικός ανταγωνισμός θα έπρεπε να παράσχει τον πολιτικό χώρο για συνεργασία σε εκείνους τους τομείς όπου τα εθνικά συμφέροντα ευθυγραμμίζονται, συμπεριλαμβανομένων της κλιματικής αλλαγής [22], της παγκόσμιας δημόσιας υγείας, της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της διάδοσης των πυρηνικών όπλων [23]. Ούτε η Κίνα ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες (ούτε ο υπόλοιπος κόσμος) έχουν το περιθώριο [να αφήσουν] την συνεργασία για υπαρξιακές προκλήσεις να μπει στο περιθώριο. Αλλά καμία σοβαρή συνεργασία σε οποιονδήποτε από αυτούς τους τομείς δεν είναι πιθανό να φτάσει πολύ μακριά, εκτός εάν η σινοαμερικανική σχέση μπορέσει να σταθεροποιηθεί από τα δύο πρώτα στοιχεία του διαχειριζόμενου στρατηγικού ανταγωνισμού: τα όρια που επιτρέπουν την διοχέτευση του στρατηγικού ανταγωνισμού σε μη φονικές μορφές ανταγωνισμού. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, ο πολιτικός χώρος για συνεργασία στον πραγματικό κόσμο πιθανώς θα συνεχίσει να συρρικνώνεται.