Η επιμονή της πολιτικής μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιμονή της πολιτικής μεγάλων δυνάμεων

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ. Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για την γεωπολιτική αντιπαλότητα

Αλλά λίγοι παρατηρητές σχολίασαν με τον ίδιο τρόπο το πρώτο έτος της θητείας του Μπάιντεν. Οι περισσότεροι απέτυχαν να επισημάνουν την αναντιστοιχία μεταξύ των δηλώσεων της κυβέρνησης πριν από την εισβολή της Ρωσίας και της αντίδρασης του Λευκού Οίκου μετά. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, για παράδειγμα, αξιωματούχοι της κυβέρνησης υπόσχονταν ότι η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην ουκρανική κυριαρχία ήταν «ακλόνητη»˙ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, συζητούσαν ιδιωτικά την αποστολή Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων για να βοηθήσουν τους Ουκρανούς. Αλλά στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο τόνος της κυβέρνησης είχε αλλάξει αποφασιστικά: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εμπλέκονταν άμεσα στις μάχες στην Ουκρανία. Η αντίδραση των ΗΠΑ θα ήταν αποστασιοποιημένη, συμμετέχοντας στον πόλεμο μέσω κυρώσεων, βοήθειας, και παροχής πληροφοριών.

Αυτή ήταν ξεκάθαρα η σωστή επιλογή. Η άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ σε έναν πόλεμο με μια πυρηνικά εξοπλισμένη Ρωσία θα ήταν ένα καταστροφικό λάθος. Αλλά θέτει υπό αμφισβήτηση την στρατηγική της κυβέρνησης για την αποτροπή του πολέμου τους προηγούμενους μήνες. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ο Μπάιντεν είχε αποφασίσει εβδομάδες ή και μήνες πριν από την εισβολή ότι το κόστος της άμεσης μάχης με την Ρωσία θα ήταν πολύ υψηλό˙ αξιωματούχοι της κυβέρνησης συλλογίζονταν ανοιχτά το ενδεχόμενο να εξοπλίσουν μια μελλοντική ουκρανική εξέγερση [12] μετά από μια ευρέως αναμενόμενη ρωσική νίκη. Ωστόσο, αν γνώριζαν από την αρχή ότι οι πιθανότητες αποτροπής της σύγκρουσης ήταν μικρές -και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εμπλακούν άμεσα- τότε γιατί δεν εξέτασαν άλλες πολιτικές επιλογές, όπως η προσφορά μορατόριουμ για την εισδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ; Γιατί να συνεχίσουν να παίζουν ένα τόσο εξαιρετικά κακό χαρτί με την ελπίδα ότι αυτό θα απέτρεπε την ρωσική δράση;

Η πιο πιθανή απάντηση είναι ότι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν αυτό που μια ανοιχτή παραδοχή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπερασπιστούν την Ουκρανία θα σήμαινε ευρύτερα για την ισχύ των ΗΠΑ σε μια περίοδο αυξανόμενης αντιπαλότητας: ότι είναι περιορισμένες [οι ΗΠΑ] σε όσα μπορούν να επιτύχουν. Αυτή η γνωστική παραφωνία δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Η ιδέα ότι η Ουκρανία και η Γεωργία θα ενταχθούν κάποια μέρα στο ΝΑΤΟ -και ότι η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης πορείας θα σήμαινε την αποδοχή των περιορισμών της ισχύος των ΗΠΑ- αποτελεί βασική παραδοχή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ τουλάχιστον από την εποχή της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, ακόμη και ενώ πολλά άλλα κράτη-μέλη απέρριπταν την ιδέα.

Πράγματι, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014, ήταν κοινώς αποδεκτό μεταξύ των ελίτ της εξωτερικής πολιτικής ότι η ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ ήταν περισσότερο φιλοδοξία παρά είχε πρακτικό νόημα. Όπως το έθεσε ο ακαδημαϊκός, Michael O'Hanlon, τον περασμένο Φεβρουάριο [13], εβδομάδες πριν από την εισβολή: «Το να λέμε ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί σύντομα (αν ενταχθεί ποτέ) στο ΝΑΤΟ δεν αποτελεί παραχώρηση προς τον Πούτιν, αλλά αναγνώριση της πραγματικότητας». Ωστόσο, ακόμη και καθώς ο πόλεμος διαφαινόταν, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δεν ήταν πρόθυμοι να αναγνωρίσουν αυτήν την πραγματικότητα, καθιστώντας σαφές ότι δεν θα συζητούσαν την πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ με την Ρωσία.

Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε αν η προσφορά κάποιου συμβιβασμού σχετικά με την πιθανή ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα είχε αποτρέψει τον πόλεμο. Οι ρωσικές απαιτήσεις να παραμείνει η Ουκρανία αδέσμευτη θα μπορούσαν επίσης να είχαν αποκλείσει στενότερους δεσμούς με την ΕΕ, κάτι που πολλοί Ουκρανοί θα ήταν λιγότερο πιθανό να αποδεχθούν. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι ο πόλεμος ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των ακόρεστων αναθεωρητικών και ιμπεριαλιστικών παρορμήσεων του προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν. Η ρητορική του συχνά υποδηλώνει ότι βλέπει την Ουκρανία λιγότερο ως χώρα παρά ως μια δύστροπη ρωσική επαρχία. Μπορεί να επέλεξε να ρίξει τα ζάρια ανεξάρτητα [από τα προηγούμενα], θεωρώντας τα πιθανά εδαφικά κέρδη πιο πολύτιμα από τις πολιτικές παραχωρήσεις της Δύσης.

Όμως, θα χρειαζόταν μια πραγματικά παρωπιδική θεώρηση της περιοχής για να υποστηρίξει κανείς ότι οι άκαμπτες πολιτικές που ακολούθησαν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στην πορεία προς τον πόλεμο. Η απροθυμία να εξετάσουν οποιαδήποτε εναλλακτική πορεία για την Ουκρανία, την Γεωργία, τη Μολδαβία, και άλλα κράτη συνέβαλε σε ένα τοξικό μείγμα πολιτικών διαφορών, φόβων για την ασφάλεια, και ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών που τελικά έφερε την περιοχή στα πρόθυρα του πολέμου. Όποια και αν είναι η τελική έκβαση αυτού του πολέμου, το γεγονός ότι συνέβη αποτελεί πολιτική αποτυχία.

ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑΝ ΟΙ "ΣΦΑΙΡΕΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ"

Το 2017, όταν η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ εξήγγειλε την επιστροφή του «ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων», ξεκίνησε μια συζήτηση στην Ουάσινγκτον σχετικά με τον ορισμό του όρου αυτού. Κάποιοι πρότειναν ότι μπορεί να σημαίνει επιστροφή σε ανοικτές συγκρούσεις στην περιφέρεια της Ευρώπης. Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδεικνύει το κόστος που μπορεί να επιφέρει ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, αν δεν γίνεται σωστή διαχείριση. Και δείχνει το ενδεχόμενο καταστροφής αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δεν μπορούν να ξεπεράσουν την μονοπολική νοοτροπία τους.