Η επιμονή της πολιτικής μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιμονή της πολιτικής μεγάλων δυνάμεων

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ. Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για την γεωπολιτική αντιπαλότητα

Με μια ευρύτερη γεωπολιτική έννοια, ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί την επιστροφή της αμφισβήτησης των σφαιρών επιρροής στην παγκόσμια πολιτική. Στην απλούστερη εκδοχή της, μια σφαίρα επιρροής είναι μια περιοχή όπου μια μεγάλη δύναμη μπορεί να διαμορφώσει πολιτικά ή οικονομικά αποτελέσματα -και να προσπαθήσει να αποκλείσει αντίπαλα κράτη από το να το κάνουν- παρόλο που δεν ελέγχει άμεσα την περιοχή. Ίσως επειδή η «σφαίρα επιρροής» αναδύθηκε ως ειδικός όρος κατά την διάρκεια της ακμής της αυτοκρατορικής αποικιοκρατίας, ή ίσως απλώς επειδή συχνά εφαρμόστηκε στην πράξη με ανήθικους τρόπους, έχει αποκτήσει έντονα αρνητική χροιά. Προκαλεί εικόνες της διάσκεψης της Γιάλτας και των αυθαίρετων διαιρέσεων της Ευρώπης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ή του Βρετανού πρωθυπουργού, Νέβιλ Τσάμπερλεϊν, που κατευνάζει τον Χίτλερ στο Μόναχο το 1938. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι σφαίρες επιρροής είναι ηθικά αδικαιολόγητες, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις καταδικάζουν τις μικρότερες χώρες να υποφέρουν στα χέρια των μεγαλύτερων γειτόνων τους.

Ωστόσο, αυτή είναι μια θεμελιώδης παρανόηση της έννοιας. Μια σφαίρα επιρροής δεν χρειάζεται να είναι ένα είδος αβρότητας που προσφέρεται από μια μεγάλη δύναμη σε μια άλλη χωρίς την έγκριση μικρότερων, πιο ευάλωτων κρατών. Είναι συχνότερα ένα απλό γεγονός, μια επιβεβαίωση της γεωγραφίας και της ισχύος. Μια σφαίρα επιρροής είναι απλώς ένα μέρος όπου μια μεγάλη δύναμη διεκδικεί την κυριαρχία και μια άλλη φοβάται ή δεν θέλει να την αμφισβητήσει επειδή το αντιληπτό κόστος είναι απλώς πολύ υψηλό. Σκεφτείτε την περίπτωση του Αφγανιστάν: σε μια επιστολή του 1869, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών προσπάθησε να καθησυχάσει τον Βρετανό ομόλογό του ότι το Αφγανιστάν βρισκόταν «εντελώς εκτός της σφαίρας εντός της οποίας η Ρωσία θα μπορούσε να κληθεί να ασκήσει την επιρροή της». Οι δύο χώρες θα επισημοποιούσαν αργότερα αυτήν την ρύθμιση, καθώς και θα έθεταν σαφείς γραμμές σχετικά με το ποιο κράτος θα είχε επιρροή σε ποια μέρη της Περσίας, στην αγγλορωσική Συμμαχία του 1907. Και τα δύο αντανακλούσαν μια απλή πραγματικότητα: οι Ρώσοι δεν πίστευαν ότι τα οφέλη μιας διαμάχης με τους Βρετανούς για το Αφγανιστάν ή για τον έλεγχο ολόκληρης της Περσίας θα άξιζαν το κόστος.

Ορισμένοι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε τέτοιες ρυθμίσεις, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος έχει ξεπεράσει αυτές τις απαρχαιωμένες, αποικιοκρατικές ιδέες και έχει περάσει σε μια πιο πεφωτισμένη εποχή. Αλλά η αλήθεια είναι πιο πεζή. Κατά την διάρκεια της μονοπολικής εποχής, της περιόδου της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώς δεν χρειαζόταν να ασχοληθούν ιδιαίτερα με το ζήτημα των σφαιρών επιρροής, επειδή η ισχύς τους ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο πολιτικός επιστήμονας, Graham Allison, το έθεσε [14] συνοπτικά: Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ είχαν πάψει να αναγνωρίζουν τις σφαίρες επιρροής, αλλά «όχι επειδή η έννοια είχε καταστεί παρωχημένη. Αντίθετα, ολόκληρος ο κόσμος είχε γίνει de facto μια αμερικανική σφαίρα [επιρροής]».

Έτσι, όταν η Ρωσία υποστήριξε το 1999, κατά την διάρκεια της επέμβασης του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, ότι η πρώην Γιουγκοσλαβία ανήκε στην σφαίρα επιρροής της, φτάνοντας στο σημείο να στείλει Ρώσους αλεξιπτωτιστές σε μια δονκιχωτική προσπάθεια να καταλάβουν το αεροδρόμιο της Πρίστινα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να παρακάμψουν τα παράπονα. Ήταν σαφές ότι η Ρωσία, της οποίας οι αλεξιπτωτιστές αναγκάστηκαν να εκλιπαρούν τους ομολόγους τους του ΝΑΤΟ για τρόφιμα και προμήθειες, δεν είχε την δύναμη να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της. Ομοίως, όταν η Κίνα επιδόθηκε σε διαξιφισμούς με την Ταϊβάν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν με μια μαζική επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, πλέοντας μια ομάδα αεροπλανοφόρων μέσα από τα Στενά της Ταϊβάν και αναγκάζοντας τους Κινέζους ηγέτες να υποχωρήσουν.

Η επιμονή της Ουάσινγκτον τις τελευταίες δεκαετίες ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σφαίρες επιρροής ήταν τόσο μια δήλωση της δικής της παγκόσμιας εμβέλειας και πρωτοκαθεδρίας όσο οτιδήποτε άλλο. Σήμερα, ωστόσο, ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο αμφισβήτησης των ορίων της αμερικανικής ισχύος, καθώς η Ρωσία και η Κίνα είναι όλο και περισσότερο ικανές να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα στις περιοχές που βρίσκονται πλησιέστερα στα σύνορά τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να συζητήσουν την πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ πριν από την εισβολή στην Ουκρανία για έναν βασικό λόγο: κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στερήσει από τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης την δυνατότητα να κάνουν τις δικές τους επιλογές εξωτερικής πολιτικής. Λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, ρωτήθηκε σχετικά με την πολιτική των ανοικτών θυρών. «Δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή», δήλωσε [15], προσθέτοντας ότι «υπάρχουν βασικές αρχές που είμαστε δεσμευμένοι να διατηρήσουμε και να υπερασπιστούμε», συμπεριλαμβανομένου «του δικαιώματος των κρατών να επιλέγουν τα δικά τους μέτρα ασφαλείας και συμμαχίες».

Όμως, το τελευταίο έτος κατέδειξε ότι η προσέγγιση αυτή είναι ανεπαρκής, εν μέρει επειδή απέτυχε να λάβει υπόψη της την ρωσική δράση. Αντιμέτωπος με την προοπτική να ξεφύγει η Ουκρανία από την τροχιά του και ανίκανος να επιτύχει παραχωρήσεις από τα Δυτικά κράτη, ο Πούτιν επέλεξε αντ' αυτού να ρισκάρει σε μια ριψοκίνδυνη και δαπανηρή στρατιωτική εκστρατεία. Και ακόμη και καθώς η στρατιωτική εκστρατεία γνώρισε σημαντικές αποτυχίες, ήταν πρόθυμος να λάβει ολοένα και πιο δραματικά μέτρα για να προσπαθήσει να ελέγξει την Ουκρανία, από την μαζική κινητοποίηση ρωσικών στρατευμάτων έως τον εκτεταμένο βομβαρδισμό πολιτικών υποδομών.